- μυριαγωγός
- μυριαγωγός, -όν (Α)1. αυτός που περιέχει ή μεταφέρει μύρια, δηλ. δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυριαγωγός (ενν. ναῡς)το πλοίο που μπορεί να περιλάβει δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες («ὁ δὲ Τάγος... ἔχει βάθος μέγα, ὥστε μυριαγωγοῑς ἀναπλεῑσθαι», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + αγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.